κρατικοποιώ

κρατικοποιώ
-έω [κρατικός]
μετατρέπω ιδιωτική επιχείρηση σε κρατική («θα κρατικοποιηθεί η επιχείρηση λόγω τού μεγάλου χρέους της»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρατικοποιώ — κρατικοποιώ, κρατικοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρατικοποιώ — κάνω κάτι χτήμα του κράτους: Το κράτος κρατικοποίησε τις Τράπεζες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • κρατικοποίηση — η [κρατικοποιώ] η ανάληψη τής κυριότητας και τής εκμετάλλευσης ιδιωτικών επιχειρήσεων από το κράτος …   Dictionary of Greek

  • εθνικοποιώ — εθνικοποίησα, εθνικοποιήθηκα, εθνικοποιημένος, και εθνοποιώ κάνω εθνικοποίηση (βλ. λ.), κρατικοποιώ: Με το σοσιαλισμό θα εθνικοποιηθούν τα ιδιωτικά σχολεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”